συμπλοϊκός

συμπλοϊκός
-ή, -όν, Α
φρ. «φιλίαι συμπλοϊκαί» — οι φιλικές σχέσεις μεταξύ τών ναυτικών που ανήκουν στο πλήρωμα τού ίδιου πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πλοϊκός (< πλόος / πλοῦς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμπλοικαί — συμπλοϊκαί , συμπλοικός sailing with fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”